interminable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛʁ.mi.nabl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
interminable interminables

interminable (fr) αρσενικό ή θηλυκό