interpunkcio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- interpunkcio < interpunkci- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interpunkcio | interpunkcioj |
αιτιατική | interpunkcion | interpunkciojn |
interpunkcio (eo)
- (γραμματική) η στίξη