interrelated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]interrelated (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | interrelated |
συγκριτικός | more interrelated |
υπερθετικός | most interrelated |
interrelated (en)