interrelated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interrelated < inter- + related

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

interrelated (en)

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός interrelated
συγκριτικός more interrelated
υπερθετικός most interrelated

interrelated (en)

  1. συγγενικός
     συνώνυμα: related
  2. αλληλένδετος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]