interrupteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό interrupteur interrupteurs
θηλυκό interruptrice interruptrices

interrupteur (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
interrupteur interrupteurs

interrupteur (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]