interview

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

interview < αγγλοσαξονική entreveue

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
interview interviews

interview (en)

  1. η συνέντευξη
    He refused to give an interview.
    Αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη.
  2. η ανάκριση υπόπτου τέλεσης αδικήματος από την αστυνομία
    They called him down to the police station for an interview.
    Τον κάλεσαν στο τμήμα για ανάκριση.
ενεστώτας interview
γ΄ ενικό ενεστώτα interviews
αόριστος interviewed
παθητική μετοχή interviewed
ενεργητική μετοχή interviewing

interview (en)

  • δίνω συνέντευξη
    He refused to be interviewed.
    Αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
interview interviews

interview (fr) θηλυκό