intestinal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

< intestin

Επίθετο

[επεξεργασία]

intestinal (fr) αρσενικό, intestinale θηλυκό (πληθυντικός: intestinaux αρσενικό, intestinales θηλυκό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]