intuitive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός intuitive
συγκριτικός more intuitive
υπερθετικός most intuitive

Επίθετο

[επεξεργασία]

intuitive (en)

  1. διαισθητικός, οι ιδέες που απέκτησα με τα συναισθήματά μου και όχι με την εξέταση των γεγονότων
    intuitive knowledge - διαισθητική γνώση
  2. διαισθητικός, αυτός που λειτουργεί με την διαίσθηση
    He’s the intuitive type./He’s an intuitive guy.
    Είναι διαισθητικός τύπος.
  3. (πληροφορική) αυτονόητος, ευκολονόητος
    the UI is clean and intuitive - η διεπαφή χρήστη είναι διαυγής και ευκολονόητη

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]