invariable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.va.ʁiabl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
invariable invariables

invariable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αμετάβλητος
  2. άκλιτος