invertébré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
invertébré < in- + vertébré

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.vɛʁ.te.bʁe/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό invertébré invertébrés
θηλυκό invertébrée invertébrées

invertébré (fr)

  1. ασπόνδυλος
     αντώνυμα: vertébré


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

invertébré (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ζωολογία) invertébrés: τα ασπόνδυλα ζώα
     αντώνυμα: vertébrés