involved

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός involved
συγκριτικός more involved
υπερθετικός most involved

involved (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

involved (en)