ire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ire

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ire (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο, λογοτεχνικό)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • draw ire: εξοργίζω κάποιον, προκαλώ το μένος, με κριτικάρουν σκληρά



ire (la)

Σύνθετα

[επεξεργασία]