irrésistible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ʁe.zis.tibl/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
irrésistible | irrésistibles |
irrésistible (fr) αρσενικό ή θηλυκό