irrecevable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)ə.sə.vabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
irrecevable irrecevables

irrecevable (fr) αρσενικό ή θηλυκό