item
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
item | items |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
item (en)
- το θέμα, ένα πράγμα σε μια λίστα με πράγματα για τα οποία πρέπει να αγοράσω, να κάνω, να μιλήσω κτλ.
- ↪ the next items on the agenda - τα επόμενα θέματα της ημερήσιας διάταξης
- ↪ Check all the items on the list.
- Τσεκάρισε όλα τα πράγματα στον κατάλογο.
- το είδος, ένα μόνο αντικείμενο ή πράγμα
- μια είδηση
- ↪ a news item - μια είδηση
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
item (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
item | items |
item (fr) αρσενικό