izem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: -izem

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

izem αρσενικό (θηλυκό: tizemt)

  1. (θηλαστικό ζώο) το λιοντάρι
  2. (ειδικότερα) το αρσενικό λιοντάρι, ο λέοντας