jaguar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jaguar (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) o ιαγουάρος
  2. ακριβό και πολύ γρήγορο αυτοκίνητο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jaguar < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jaguar jaguars

jaguar (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jaguar (tr)