jednotka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jednotka < jeden

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jednotka (cs) θηλυκό

  1. η μονάδα
    • ο αριθμός ένα
    • σταθερό μέγεθος
    • σχετικά ανεξάρτητο στοιχείο συνόλου