jedynka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

jedynka (pl) < jeden

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jedynka (pl) θηλυκό

  1. η μονάδα
  2. (οικείο) η μονάδα σαν σχολικός βαθμός κάτω από τη βάση
  3. (οικείο) το μπροστινό νεογιλό δόντι
  4. το μονόκλινο