jeton

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jeton < jeter, με την παλαιότερη έννοια υπολογίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jeton jetons

jeton (fr) αρσενικό

  1. το κέρμα
  2. (οικείο) το χτύπημα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  chocottes, frousse, trouille