job

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Job
      ενικός         πληθυντικός  
job jobs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

job (en)

  1. η δουλειά, το επάγγελμα, η εργασία για την οποία λαμβάνω τακτική πληρωμή
    What is your job?
    Τι δουλειά κάνεις;
    I have a steady job.
    Έχω τακτική δουλειά.
    I am looking for a job.
    Ζητώ/ψάχνω για δουλειά.
    I found a good job.
    Βρήκα καλή δουλειά.
    Jobs are hard to get nowadays.
    Δεν βρίσκονται εύκολα οι δουλειές σήμερα.
    I hear you switched jobs - is the work easier at the new place?
    Μαθαίνω άλλαξες δουλειά - είναι ευκολότερη η δουλειά σου στη νέα θέση;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
  2. (μάλλον ανεπίσημο) η δουλειά, η υπόθεση, μια ευθύνη ή καθήκον
    It is the teacher’s job to teach you.
    Είναι δουλειά του δασκάλου να σε μάθει.
    That is your job, not mine.
    Αυτό είναι δική σου υπόθεση, όχι δική μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη affair
  3. (πληροφορική) εργασία, ή σύνολο εργασιών που εκτελείται αυτόματα και προσχεδιασμένα, χωρίς την μεσολάβηση του χρήστη
     συνώνυμα: task

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
job < (άμεσο δάνειο) αγγλική job

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /d͡ʒɔb/
ομόηχο: Job

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

job (fr) αρσενικό