jouabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
jouabilité jouabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jouabilité (fr) θηλυκό