jugeable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jugeable < juger + -able

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jugeable jugeables

jugeable (fr) αρσενικό ή θηλυκό