jugeable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jugeable | jugeables |
jugeable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να δικαστεί
ενικός | πληθυντικός |
jugeable | jugeables |
jugeable (fr) αρσενικό ή θηλυκό