jumper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jumper (en)
- (αθλητισμός) άλτης
- αυτός που αυτοκτονεί πέφτοντας από ύψος
- (ηλεκτρολογία) βραχυκυκλωτήρας ή γέφυρα βραχυκύκλωσης
- διακρίνονται κυρίως σε: pin jumper (τζαμπεράκι) και jumper wire ή jump wire