junction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
junction | junctions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]junction (en)
- η ένωση (η ενέργεια ή η κατάσταση του ρήματος join)
- συμβολή, κόμβος· το σημείο ή ο τόπος όπου συναντώνται δύο πράγματα, ιδίως δύο δρόμοι
- → δείτε και τη λέξη intersection
- η διαχωριστική γραμμή δύο υλικών διαφορετικής φυσικής σύστασης, ιδίως αγωγών, ημιαγωγών και μετάλλων