jutrzejszy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jutrzejszy < jutro (pl)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /juˈṭʃɛjʃɨ/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

jutrzejszy (pl) αρσενικό

  1. αυριανός
    • που αφορά ή αναφέρεται στην αυριανή ημέρα
    • που αφορά ή αναφέρεται στο μέλλον