kapmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑpˈmɑk/

kapmak (tr)

  1. αρπάζω
  2. (οικείο) καταλαβαίνω