kapreolino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapreolino | kapreolinoj |
αιτιατική | kapreolinon | kapreolinojn |
kapreolino (eo)
- το θηλυκό ζαρκάδι