karar vermek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
karar vermek < karar (απόφαση) + vermek (δίνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɑˈɾɑɾ veɾˈmɛc/

karar vermek (tr)

  • αποφασίζω
    Buradan taşınmaya karar verdim.Αποφάσισα να μετακομίσω από εδώ.