kerb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kerb (en) και curb (ΗΠΑ)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

kerbstone: το κράσπεδο, ο κρασπεδόλιθος