kerb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (ΗΒ) η κρασπεδοστοιχία, το πλήρες κράσπεδο· το διαχωριστικό μεταξύ πεζοδρομίου και οδοστρώματος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]kerbstone: το κράσπεδο, ο κρασπεδόλιθος