keum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
keum < keumé < verlan του mec

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
keum keums

keum (fr) αρσενικό