kiss

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kiss kisses

kiss (en)

  • το φιλί
    Give me a kiss.
    Δώσε μου ένα φιλί.
ενεστώτας kiss
γ΄ ενικό ενεστώτα kisses
αόριστος kissed
παθητική μετοχή kissed
ενεργητική μετοχή kissing

kiss (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) φιλώ
    Who will kiss the frog?
    Ποιος θα φιλήσει τον βάτραχο;
    Look, they are kissing (each other) in front of people.
    Κοίτα, αυτοί φιλιούνται μπροστά στον κόσμο.