kitchen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
kitchen | kitchens |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kitchen (en)
- η κουζίνα, o χώρος όπου ετοιμάζονται και μαγειρεύονται οι τροφές
- ↪ a kitchen with all modern appliances - κουζίνα με όλες τις σύγχρονες συσκευές
- ↪ kitchen utensils - κουζινικά