kiwi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Kiwi

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kiwi (en)

  1. (φρούτο) το ακτινίδιο
  2. (πτηνό) απτέρυξ
  3. (νόμισμα) το δολάριο της Νέας Ζηλανδίας



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kiwi < (άμεσο δάνειο) αγγλική kiwi < νεοζηλανδικής καταγωγής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
kiwi kiwis

kiwi (fr) αρσενικό

  1. (φρούτο) το ακτινίδιο
  2. (πτηνό) απτέρυξ