knapp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /knap/
 
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

knapp (de)

  1. ισχνός
  2. που γίνεται με μικρή διαφορά, μόλις και μετά βίας