knead

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

knead (en)

  1. (πλάθω) ζυμώνω, ανακατεύω κι ομογενοποιώ το ζυμάρι (όχι χημική ζύμωση με μικροοργανισμούς)
  2. μαλάσσω, κάνω μασάζ