knock-out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
knock-out < αγγλική knockout < knock (χτύπημα) & out (εκτός, έξω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

knock-out (fr) αρσενικό άκλιτο

Επίθετο

[επεξεργασία]

knock-out (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. αναίσθητος, νοκ-άουτ
  2. (βιολογία) του οποίου ένα γονίδιο έχει αδρανοποιηθεί για να μελετηθεί