koń
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κάτω σορβικά (dsb)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
koń
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
koń (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο), (σκάκι), (κοινά) το άλογο, ο ίππος
- (ενόργανη) ο ίππος
- το εφαλτήριο
Παροιμίες[επεξεργασία]
- darowanemu koniowi w zęby się nie zagląda: (κατά λέξη: όποιου του χαρίζουν άλογο δεν το κοιτάει στα δόντια)
- koń ma cztery nogi i też się potknie: