kol

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kol (en)

  1. χέρι (από τον ώμο μέχρι τα άκρα των δαχτύλων), βραχίονας
  2. κλάδος, τμήμα
  3. κόλι