komentátor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: komentator

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

komentátor (sk) αρσενικό

  1. ο σχολιαστής



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

komentátor (cs) αρσενικό

  1. ο σχολιαστής