konuşma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔnʋʃˈmɑ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

konuşma (tr)

  1. ο λόγος, η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τη γλώσσα και η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων
  2. ο λόγος, δημόσια ομιλία

Συγγενικά

[επεξεργασία]