kopnięcie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

kopnięcie < kopnąć / kopać

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kopnięcie (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]