korek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική korek korki
γενική korka korków
δοτική korkowi korkom
αιτιατική korek korki
οργανική korkiem korkami
τοπική korku korkach
κλητική korku korki


Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkɔrɛk/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

korek (pl) αρσενικό

  1. ο φελλός
    • το υλικό με σπογγώδη μορφή
    • το πώμα για μπουκάλια
  2. (οικείο) καπάκι για μπουκάλι
  3. (γενικότερα) τάπα, πώμα, καπάκι
  4. (μεταφορικά) το μποτιλιάρισμα



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔrɛk/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

korek (cs) αρσενικό

  1. ο φελλός