krátký

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

krátký (cs)

  1. βραχύς, μικρός με τις εννοιες:

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]