kráva

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: krava, kräva

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kráva (cs) θηλυκό