krach

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κrach

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
krach < γερμανική Κrach (τρίξιμο, τριγμός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

krach (fr) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /krax/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

krach (pl) αρσενικό

  1. το κραχ



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

krach (cs) αρσενικό

  1. το κραχ