kropka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kropka | kropki |
γενική | kropki | kropek |
δοτική | kropce | kropkom |
αιτιατική | kropkę | kropki |
οργανική | kropką | kropkami |
τοπική | kropce | kropkach |
κλητική | kropko | kropki |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kropka (pl) θηλυκό