księgarz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) księgarz księgarze
γενική (dopełniacz) księgarza księgarzy
δοτική (celownik) księgarzowi księgarzom
αιτιατική (biernik) księgarza księgarzy
οργανική (narzędnik) księgarzem księgarzami
τοπική (miejscownik) księgarzu księgarzach
κλητική (wołacz) księgarzu księgarze

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

księgarz (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]