kub

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kub (sl) αρσενικό

  • κύβος — (μαθηματικά) η ύψωση στην τρίτη δύναμη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kub (sv) κοινό

  • κύβος, (μαθηματικά) η ύψωση στην τρίτη δύναμη