kuchnia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kuchnia (pl) θηλυκό
- η κουζίνα
- το δωμάτιο, ο χώρος παρασκευής φαγητού
- η συσκευή
- το σύνολο των χαρακτηριστικών κάποιου ατόμου ή ομάδας ή έθνους που διαφοροποιούν τα φαγητά τους και τον τρόπο παρασκευής από άλλα