kulpo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kulpo < λατινική culpa

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkul.po/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kulpo kulpoj
αιτιατική kulpon kulpojn

kulpo (eo)

ne helpi lin estus kulpo - το να μην τον βοηθήσουμε θα ήταν λάθος